- συνεκτρέχω
- Α1. εξέρχομαι, εξορμώ μαζί ή συγχρόνως με κάποιον2. (για φυτό) βλαστάνω συγχρόνως3. συμπράττω («ἰδών ποτ' αἰσχρὸν πρᾱγμα μὴ συνεκδράμῃς», Μέν.)4. αστρολ. βρίσκομαι σε συζυγία5. συμπίπτω, συμφωνώ («τῇ ἀκολουθίᾳ πως τοῡ λόγου συνεξέδραμεν», Γαλ.)6. έχω αίσια έκβαση, ευτυχώ («ὧν οὐδὲν αὐτῷ συνεξέδραμε τοιαύταις ἀτυχίαις παλαίοντι», Πολ.)7. έχω το ίδιο μήκος με κάποιον8. έχω την ίδια κατάληξη.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + ἐκτρέχω «βγαίνω τρέχοντας, εξορμώ»].
Dictionary of Greek. 2013.